- ευνώ
- εὐνῶ, -άω (Α) [εὐνή] (ποιητ. ρ., διάφ. τ. τού ευνάζω)1. τοποθετώ κάποιον σε κάποιο μέρος για ενέδρα2. αποκοιμίζω, καταβαυκαλίζω («εὐνήσασα φρουρόν ὄφιν», Απολλ. Ρόδ.)3. μτφ. καταπραΰνω («τῆς δ' εὔνησε γόον», Ομ. Οδ.)4. μέσ. εὐνῶμαια) ξαπλώνω, πλαγιάζω να κοιμηθώβ) κοιμάμαι τον ύστατο ύπνο, τον ύπνο τού θανάτου («εὐνήθης ὕπνον ὀφειλόμενον», Ανθ. Παλ.)γ) (για ανέμους) σταματώ, κατευνάζομαιδ) συνουσιάζομαι, κοιμάμαι μαζί με κάποιον («θεὰ βροτῷ εὐνηθεῑσα, γυνὴ θεῷ εὐνηθεῑσα», Ομ. Ιλ.)ε) (μτφ. για ψυχικές καταστάσεις) καταπραΰνομαι («πόλλ' ἐν κακοῑσι θυμὸς εὐνηθεὶς ὁρᾷ», Σοφ.)5. μέσ. ναρκώνω, καθιστώ κάποιον αναίσθητο με ναρκωτικά.
Dictionary of Greek. 2013.